Τόσο κοντά, τόσο μακριά.
Ζαχαροπλαστική είναι ο χρόνος που περνάς πάνω από ένα μπρίκι με νερό και ζάχαρη περιμένοντας υπομονετικά να φτάσει στους 118 βαθμούς. Είναι τα δευτερόλεπτα που μετράς πάνω από το μίξερ μέχρι να γίνει σωστά η μαρέγκα. Είναι η εμμονή που σε ωθεί να πας από το καλό στο τέλειο, η γνώση να μπορείς να καταλάβεις τη διαφορά και η αγάπη για να αντέξεις την προσπάθεια.
Είναι το μαλακό βούτυρο, η καυτή κρέμα πάνω στην κρύα σοκολάτα, το ξύσμα πορτοκαλιού που βάφει τη ζάχαρη, το κρασί που γίνεται σιρόπι, οι ξηροί καρποί που καραμελώνουν, η φρέσκια ζεστή πραλίνα, ο φρεσκοκομμένος δυόσμος, η μεθυστική βανίλια.
Είναι σπριντ και μαραθώνιος μαζί.
Εκτός από όλα αυτά όμως, ήταν και το φως που έδωσε ελπίδα στις πιο δύσκολες και απελπιστικές στιγμές της ζωής μας, όταν και εγώ και ο άντρας μου, ο Κώστας Τσαπόγας, δημοσιογράφοι και οι δύο επί πολλά χρόνια στην «Ελευθεροτυπία», βρεθήκαμε άνεργοι 2,5 χρόνια πριν.
Όνειρό μας ήταν πάντα να καταφέρουμε κάποια στιγμή να μείνουμε μόνιμα στην Γαλλία. Θα αγοράζαμε ένα αγρόκτημα στην Τουλούζη, θα καλλιεργούσαμε το κτήμα μας και παράλληλα θα ανοίγαμε ένα μικρό ζαχαροπλαστείο. Έτσι, δύο χρόνια πριν κλείσει η εφημερίδα, ξεκίνησα μαθήματα ζαχαροπλαστικής με σκοπό, όταν θα ερχόταν η στιγμή της αναχώρησης, να μπορώ να βασίσω την ζωή μας πάνω σε μια νέα δουλειά, σε μια καινούργια χώρα.
Πάντα πίστευα ότι ελευθερία σημαίνει να έχεις επιλογές. Και ανεξάρτητα από το αν ποτέ θα τις χρησιμοποιήσεις πρέπει να τις δημιουργήσεις. Μετά το γραφείο λοιπόν, κάθε μέρα επί πέντε ώρες, για δύο χρόνια, πήγαινα στη σχολή και τα περισσότερα βράδια έκανα εξάσκηση στις συνταγές που είχα μάθει την κάθε ημέρα.
Και ξαφνικά, η εναλλακτική λύση φάνταζε τώρα η μόνη επιλογή. Μεγαλύτερη βεβαιότητα από την ανατροπή δεν υπάρχει…
«Θα είμαι νονά σε μια βάφτιση, θέλεις να κάνεις τα γλυκά;» μου είπε μια μέρα η φίλη μου η Ελίζα. Αν ήθελα, λέει; Ένας χρόνος απραγίας ήταν περισσότερο από όσο μπορούσα να αντέξω. Έκανα τρεις προτάσεις, και διάλεξαν τα μακαρόν. Ωραία, σκέφτηκα, εύκολο. Το είχα μάθει στη σχολή. Πού να φανταστώ ότι θα χρειαζόμουν έναν ολόκληρο χρόνο μέχρι να μπορώ να πω πια με σιγουριά ότι όσα μακαρόν έμπαιναν στο φούρνο, τόσα και θα έβγαιναν…
Οι Γάλλοι λένε ότι είναι το γλυκό που κάνει τα μαλλιά σου να ασπρίζουν. Ξέχασαν να πουν ότι είναι και αυτό που μεταμορφώνει μια καλοαναθρεμμένη κοπέλα σε… λιμενεργάτη. Ή εκείνο που σε κάνει να βάζεις τα κλάματα 4 η ώρα το πρωί μπροστά στην πόρτα του φούρνου εκλιπαρώντας τα μακαρόν να σου πουν τι κάνεις λάθος και σκάνε στο ψήσιμο, φουσκώνουν από τη μια μεριά μόνο, δεν κάνουν «πόδι», γεμίζουν φουσκάλες, ή χάνουν το σχήμα τους.
Με τον καιρό κατάλαβα ότι όποιος και να σου δείξει τον τρόπο, όσα βιβλία και να διαβάσεις όσα βίντεο και να δεις, όσα tips και να αποστηθίσεις, τίποτα δεν σε κάνει να το μάθεις όσο οι αλλεπάλληλες αποτυχίες. Και είναι αυτές τελικά που σε κάνουν να αγαπήσεις τόσο πολύ το μακαρόν, να του αφοσιωθείς ολόψυχα, να το πονέσεις και να πεις ότι όσο αντιστρόφως ανάλογες και να είναι οι προσπάθειες που καταβάλλεις σε σχέση με το μέγεθος του, άλλο τόσο αξίζει τον κόπο.
Όταν άρχισα να εξοικειώνομαι με τη διαδικασία της παρασκευής, σειρά είχαν οι γεύσεις. Πάντα πίστευα στην εξειδίκευση, γι’ αυτό και τα μακαρόν ήταν μία από τις πολλές λύσεις που είχα σκεφτεί ως μέσο βιοπορισμού για τη μετεγκατάστασή μας στην Γαλλία. Αλλά το να πάει ένας ξένος να πουλάει μακαρόν στους Γάλλους ήταν σαν να έρχεται ένας Γερμανός στην Ελλάδα και να πουλάει ελαιόλαδο. Κι αν τα μακαρόν είχαν ελληνικές γεύσεις; Είναι πιο εύκολο να αλλάζεις λίγο μια παραδοσιακή συνταγή με την οποία έχει μεγαλώσει κάποιος παρά να του συστήνεις μία εντελώς καινούργια γευστική εμπειρία. Έτσι ξεκίνησε η ιδέα των μακαρόν με ελληνικές γεύσεις.
Δύο χρόνια μετά από τη στιγμή εκείνη που η ζωή μας σταμάτησε να είναι αυτό που ήταν, μπορώ να πω πια με βεβαιότητα ότι η αφοσίωση και η πίστη σε έναν στόχο, όσο μικρός ή ασήμαντος κι αν ήταν αυτός, το πείσμα να αντέξεις σε όλες τις αντιξοότητες και η σιγουριά ότι στο τέλος θα τα καταφέρεις, με κράτησαν στις πολύ δύσκολες μέρες που ήρθαν.
Και μπορεί να μην έχουμε φτάσει ακόμα στη Γαλλία, γιατί δεν πήγαμε από τον αυτοκινητόδρομο αλλά από τους μικρούς επαρχιακούς δρόμους, τους γεμάτους στροφές και λακκούβες. Σίγουρα θα μας πάρει περισσότερο χρόνο, αλλά η διαδρομή είναι καλύτερη. Δεν συμφωνείτε;
Δέσποινα Αντύπα